κολόκυνθος

κολόκυνθος
κολόκυνθος και κολόκυντος, ὁ (Α)
κολοκύνθη*.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τής λ. κολοκύνθη με αλλαγή γένους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κολόκυνθος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολοκύνθων — κολόκυνθος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολοκύνθῳ — κολόκυνθος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολόκυνθον — κολόκυνθος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολόκυντος — κολόκυντος, ὁ (Α) βλ. κολόκυνθος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”